- φοβερως
- φοβερῶςстрашно, грозно, ужасно Xen.
φ. ὀνομάσαι Lys. — наговорить страшных слов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φ. ὀνομάσαι Lys. — наговорить страшных слов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοβερώς — φοβερῶς, ΝΜΑ, και φοβερά Ν βλ. φοβερός … Dictionary of Greek
φοβερῶς — φοβερός fearful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek